Ραδιοφωνικές Αποδράσεις #? - Νικόλας Άσιμος



Μια μοναχική φιγούρα σιωπηλά ανηφορίζει το λόφο του Στρέφη, διασπώντας το μισοσκόταδο της σκέψης καθώς ο άνεμος απλώνει βιαστικά ένα ψίθυρο..."Νικόλας Άσιμος. Ουχί Νίκος ουδέ Νικόλαος. Νικόλας και το "Άσιμος" με γιώτα..."

Νικόλαος Ασημόπουλος ήτανε το επίσημό του όνομα.

Γεννήθηκε στις 20 Αυγούστου του 1949 στη Θεσσαλονίκη όπου μετέβησαν οι γονείς του για την γέννησή του. Αμέσως μετά επέστρεψαν στην πόλη της Κοζάνης όπου και διέμεναν.

Ο πατέρας του, ο Λάζαρος, ήταν έμπορος γυαλικών και φιαλών υγραερίου, ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Μαρίκα. Ο Νικόλας ήταν ο πρωτότοκος. Ακολούθησαν οι Βασίλης (1952) και Δημήτρης (1956).
        
Στο Δημοτικό λαμβάνει αρχικά μέρος σε σκετσάκια ενώ τελειόφοιτος παρελαύνει ως σημαιοφόρος
        
Σαν μαθητής, του αρέσει να διαβάζει εξωσχολικά βιβλία, γράφοντας παράλληλα στιχάκια και ποιήματα σαν χείμαρρος από την πρώτη κιόλας Λυκείου. Αφορμές, το σχολείο, η κοινωνική ζωή και ο καταπιεσμένος επαρχιακός έρωτας.    
  
Το χειμώνα του 1966 αποτολμά να στείλει για δημοσίευση στην εφημερίδα "Ελεύθερος Κόσμος", στην στήλη για νέους που επιμελείτο ο Νίκος Μαστοράκης, εξελληνισμένους τους στίχους της γαλλικής επιτυχίας "Monsieur Cannibal". Αντί αυτού ο Μαστοράκης τον ειρωνεύεται με το γάντι. Ο Νικόλας ως ανταπάντηση συγγράφει μία τετρασέλιδη επιστολή, ερχόμενος στην πρώτη του δημόσια αντιπαράθεση.

Η μεταστροφή του Νικόλα επέρχεται κατά το τελευταίο σχολικό έτος. Αποφασίζει να σπουδάσει φιλολογία, παρόλο που στο Λύκειο ακολουθεί τον πρακτικό κλάδο. Έπειτα από εντατικά φροντιστήρια, το καλοκαίρι του 1967 καταφέρνει το ακατόρθωτο! Μαθαίνει λατινικά, αρχαία ελληνικά, ιστορία και έκθεση.
  
Την άνοιξη του 1972 συναντά τον Δημήτρη Δημητρακόπουλο (ο οποίος του έμαθε κιθάρα) και τον Γιώργο Κατσικαβέλη. Τα πρώτα τραγούδια  μελοποιούνται, ενώ εμφανής είναι η προδιάθεσή για πρόζα.
       
Mέσα Δεκεμβρίου, στην καφετέρια που βρισκόταν στο δώμα του Λευκού Πύργου, "Ο Νικόλας Άσιμος και η παρέα Του", χωρίς μικρόφωνα και εξοπλισμό, εμφανίζονται μπροστά από κοινό.

Ήταν Μάιος του 1973 όταν κατέβηκε ξαφνικά στην Αθήνα.

Φιλοξενείται αρχικά σε συγγενικό του σπίτι και τα πρώτα του βήματα τον φέρνουν στην Πλάκα, Μνησικλέους 16 και Ανδριανού.
Εκεί βρισκόταν το στέκι του Θανάση Γκαϊφύλια, η "Πέμπτη Εποχή"...κι αρχίζουν οι πρώτες κόντρες.

Το 1975 μπαίνει και ο Νικόλας βρίσκει παρηγοριά στην Λίλιαν Χαριτάκη και στην κιθάρα του. Ξανακτυπάει για τρίτη φορά την πόρτα της "ΛΥΡΑ" και βρίσκει επιτέλους ανταπόκριση. Ο Α. Πατσιφάς του δίνει το πράσινο φως και το 45αρι με την πρώτη δισκογραφική δουλειά του, παίρνει σάρκα και οστά τον Μάιο, σε ενορχήστρωση Γιώργου Στεφανάκη.

Ο Ζουγανέλης, που τον είχε φέρει σε επαφή με την "ΛΥΡΑ" πριν από την μεταπολίτευση, βλέποντας τα ζόρικα αδιέξοδα του Άσιμου, του δίνει την αφορμή. Ο "Συνεργατικός Θίασος Μουσικών" και το μουσικό καφενείο "Σούσουρο" (Ανδριανού 134, Πλάκα), παρέχουν μια ιδανική λύση. Μαζί με τους Θάνο Ανδριανό, Γ. Ζουγανέλη, Περικλή Χαρβά, Σάκη Μπουλά, Ισιδώρα Σιδέρη, Σπυρουλιώ Τουτουδάκη, Ζ. Βέη και τέσσερεις μουσικούς-ορχήστρα, συνδυάζουν αρμονικά το θέατρο και το τραγούδι.
       
Ο χειμώνας του 1976-77, τον βρίσκει στα κάγκελα του Πολυτεχνείου να πουλάει περιοδικά, κασέτες, και βιβλία για να βγάζει τα προς το ζην. Η Ασφάλεια τον τραβάει πολλές φορές στο τμήμα, για αντιεξουσιαστική και αντιμιλιταριστική στάση. Το ξύλο από κνίτες και μπάτσους έχει την τιμητική του.

Μέσα στο 1977 υπάρχει μια ανεπιβεβαίωτη πληροφορία, ότι ηχογράφησε μια πρώτη κασέτα και την διακινούσε. Δυστυχώς σήμερα δεν σώζεται κανένα αντίτυπο που να αποδεικνύει την ύπαρξή της.
       
Το φιτίλι στα Εξάρχεια αρχίζει να καίει επικίνδυνα. Οι αντιεξουσιαστικές προκηρύξεις πυκνώνουν και η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη.
Την άνοιξη του 1978 τον καλούν να παρουσιαστεί στην Πολεμική Αεροπορία, στην Τρίπολη. Επιστρατεύοντας θεατρικά κοστούμια, παρτάλια και ότι άλλο βρήκε στο δρόμο του, εισέρχεται με ιερό μένος στο στρατόπεδο. Εκεί γίνεται της κακομοίρας με τον Άσιμο να πρωταγωνιστεί σε μία καλοστημένη παράσταση, πουλώντας τρέλα δεξιά κι αριστερά. Τελικά κερδίζει αναβολή για άλλο ένα χρόνο.
       
Τέλη Ιουλίου μέχρι αρχές Σεπτεμβρίου στο αυτοσχέδιο στουντιάκι του Στέλιου Λογοθέτη, γίνονται οι ηχογραφήσεις της "Παράνομης Κασέτας Νο 000001 - Με το Βαρέλι που για να βγει το σπάει". Πρωτοκυκλοφόρησε σε 500 αντίτυπα με αξία 100 δραχμές έκαστη.
       
To 79 Μπαίνει και πάλι στο αυτοσχέδιο στούντιο του Στέλιου Λογοθέτη και ηχογραφεί 20 τραγούδια, κάτω από τη γενική ονομασία "Τριπλή Κασέτα Μπέλα με Χωρίς Ταμπέλα". Αποτελείται από τρεις κασέτες,  "Παράνομη Κασέτα Νο 000002 - Είμαι Παλιάνθρωπος", "Παράνομη Κασέτα Νο 000003 - Γιατί Φοράς Κλουβί", και  την "Παράνομη Κασέτα Νο 000004 - Klaste Eleftheros".

Άνοιξη του 1980, ο αντιμιλιταριστικός στόχος για αποφυγή της θητείας είχε επιτευχθεί. Κράτησε 7 ολόκληρα χρόνια και η τελευταία του θεατρική παράσταση διάρκειας 3 ημερών, στήθηκε στην Πολεμική Αεροπορία του Ελληνικού. Στο απολυτήριο αναγράφονται ως αίτια απόλυσης: "Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου", η γνωστή κατά τον Νικόλα: "Σχιζοφρενοβλαβίωση".

Στη συνέχεια αποφασίζει να καταγράψει με στοιχειώδη χρονολογική σειρά, στίχους από τραγούδια και ποιήματα, προκηρύξεις, θεατρικά και αφίσες, συμβάντα και πολλές στιγμές, εκδίδοντας παράνομα και χωρίς εκδότη, το 150 (επιπρόσθετα περιλαμβάνονται 7 σελίδες με εξώφυλλα και αφίσες) σελίδων βιβλίο,  "Αναζητώντας Κροκανθρώπους".
Το χειμώνα του 1980-81 καθιερώνεται πλέον ως καλλιτέχνης του δρόμου, στήνοντας αυτοσχέδια συμβάντα που ταράζουν τους μίζερους βίους στους φιλήσυχους πολίτες με την πρωτοτυπία τους.

Καθώς μπαίνει το καλοκαίρι κάνει και το ντεμπούτο του στον κινηματογράφο. Συμμετέχει στην ταινία του Νίκου Ζερβού "Ο Δράκουλας των Εξαρχείων".

Το καλοκαίρι του 1982, διασχίζει για τελευταία φορά την πόρτα της επίσημης δισκογραφίας. Με τη βοήθεια του Β. Παπακωνσταντίνου, υπογράφει συμβόλαιο με την εταιρεία "Μίνως". Αρχές Νοεμβρίου κυκλοφορεί τελικά τον δίσκο "Ο Ξαναπές", ο οποίος υπήρξε η αφορμή για την κορύφωση ενός αμείλικτου πολέμου από τους πρώην συνεργάτες του και την αναρχίζουσα κοινωνία των Εξαρχείων.
    
Στα 1983 με κλονισμένες τις ισορροπίες από τον ανελέητο πόλεμο και το φόβο των εγκλεισμών να ανεμίζει πάνω από το κεφάλι του, ξεκινάει την εσώτερή του "Βόλτα". Εγκαταλείπει αρχικά το υπόγειο στην Αραχώβης και ταυτόχρονα συμμετέχει σε δύο ταινίες. Τα "Βαποράκια" του Παύλου Τάσιου και στο "Ρεμπέτικο" του Κώστα Φέρρη. Τα καθημερινά συμβάντα στο δρόμο όμως κορυφώνονται επικίνδυνα.
Νοικιάζει στην Καλλιδρομίου 55 το γνωστό μαγαζάκι και το μετατρέπει σε "Χώρο Προετοιμασίας". 

Οι μπάτσοι πλακώνουν συχνά-πυκνά. Η διαδρομή γνωστή: Τμήμα - Δαφνί - Καλλιδρομίου, κι απ' την αρχή. Ξύλο, ηλεκτροσόκ, ενέσεις, είναι μερικά από τα λυπηρά ανείπωτα του παρασκηνίου. Η "Βόλτα" του Νικόλα εκδηλώνεται πλέον μέσα από σημάδια και οιωνούς. Ο Βασιλιάς, ο Σοφός κι ο Γελωτοποιός  ενσαρκώνονται με μιας σε ένα οριστικό μπέρδεμα.
      
 Με τους Τόλη Βουλτζάτη και Λίτσα Περράκη δημιουργεί τα σχήμα "Ο Νικόλας Άσιμος και οι Εναπομείναντες", από τη συνεργασία των οποίων σώζεται σήμερα σε ζωντανή ηχογράφηση το τραγούδι "Πάλι στην Ξεφτίλα".

Το 1985 βρίσκει τον Νικόλα στο στούντιο "DIVA" να ηχογραφεί πυρετωδώς. Από την επιλογή των τραγουδιών κυκλοφορεί στα 1986 την δεύτερή του "Τριπλή Κασέτα" που την αποτελούν οι κασέτες "Παράνομη Κασέτα Νο 000005 - Ο Σάλιαγκας", "Παράνομη Κασέτα Νο 000006 - Η Ζαβολιά" και τέλος η "Παράνομη Κασέτα Νο 000007 - Πάλι στην Ξεφτίλα". Με βάση τις ηχογραφήσεις που περιέχονται σε αυτές τις 3 κασέτες θα κυκλοφορήσει 6 χρόνια αργότερα ο μεταθανάτιος δίσκος "Στο Φαλημέντο του κόσμου - Γιουσουρούμ".

Καθώς μπαίνει ο χειμώνας του 1987 η ψυχική και σωματική υγεία του Νικόλα χειροτερεύει. Thn άνοιξη κυκλοφορεί την τελευταία του κασέτα στην οποία συμμετέχει η Σωτηρία Λεονάρδου, "Παράνομη Κασέτα Νο 000008 - Στο Φανάρι του Διογένη" και γύρω στο Πάσχα παραχωρεί ως δημιουργός 5 τραγούδια στον Β. Παπακωνσταντίνου για τα "Χαιρετίσματα".
Τον Οκτώβριο και παρά τη θέλησή του, έπειτα από οδηγίες του πατέρα του, οδηγείται διά της βίας στην ιδιωτική ψυχιατρική κλινική "Γαλήνη".

 Βγαίνοντας από την κλινική, κυριολεκτικά ράκος από τα ψυχοφάρμακα, τον περιμένει η δικαστική εξουσία που σαν στοργική μητέρα με ένα καταπέλτη - βούλευμα 22 σελίδων τον παραπέμπει σε δίκη για βιασμό.

Το θλιβερό σκηνικό που διαδραματίστηκε τις πρώτες πρωινές ώρες της Πέμπτης 17 Μαρτίου 1988,  καθώς το σκοινί στο λαιμό του ξεκλείδωνε τις πύλες του Συνειδητού Θανάτου δύσκολα μπορεί να το περιγράψει κανείς...
Καλοτάξιδος όπου κι αν είσαι "Μπαγάσα"...

Η κηδεία του Νικόλα, έγινε το απόγευμα της Παρασκευής 18 Μαρτίου 1988 στο νεκροταφείο της Καλλιθέας με έξοδα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στη Νέα Σμύρνη, παρουσία 200 περίπου ατόμων, σε μια εξαιρετικά φορτισμένη ατμόσφαιρα:
Από το κασετόφωνο του Στέλιου Λογοθέτη ακούγεται για λίγο "Ο Μηχανισμός" σαν ύστατο χαίρε τιμής, ενώ στο μνήμα παραμένουν μέχρι που σκοτεινιάζει λίγοι φίλοι, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας:

"...Πα να κάνεις άλλη μια ζα...ζα...ζα...ζαβολιά…"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου